κερατοειδοῦς

κερατοειδοῦς
κερατοειδής
like horn
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • κερατοπλαστική ή κερατοπλασία — Εγχείρηση με σκοπό τη μεταμόσχευση του κερατοειδούς χιτώνα του οφθαλμού. Πραγματοποιείται όταν υπάρχουν μόνιμες θολερότητες του κερατοειδούς, διαθλαστικές ανωμαλίες που προκαλούν σοβαρή μείωση της όρασης καθώς και για τη μερική ή ολοκληρωτική… …   Dictionary of Greek

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… …   Dictionary of Greek

  • θολερότητα — η (Α θολερότης) [θολερός] η ιδιότητα τού θολερού, θολότητα, σκοτεινάδα, σχετική σκιερότητα, ημιδιαφάνεια νεοελλ. φρ. α) «θολερότητα τού κερατοειδούς» απώλεια της διαφάνειας μιας περιοχής τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού β) «θολερότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • κερατο(ειδο)πλαστική — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην αντικατάσταση ενός τμήματος τού κερατοειδούς με τμήμα διαφανούς υγιούς κερατοειδούς που έχει ληφθεί από ανθρώπινο πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoplasty < kerato (πρβλ. κέρας,… …   Dictionary of Greek

  • κερατόκωνος — Πάθηση του ματιού που συνίσταται στη μεταβολή της κυρτότητας του κερατοειδούς, που παίρνει κωνικό σχήμα, χωρίς να παύει να είναι διαφανής. Η κορυφή του κώνου είναι τόσο διαφανής που φαίνονται ακόμα και οι σφύξεις των ενδοφθαλμικών αγγείων. Η… …   Dictionary of Greek

  • τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”